- εκατονταδικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην εκατοντάδα: Εκατονταδική μέτρηση (π.χ. 100, 200, 300, ... κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκατονταδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκατοντάδα 2. φρ. α) «εκατονταδική διαίρεση, εκατονταδική κλίμακα» διαίρεση ή κλίμακα που αποτελείται από εκατό ίσα μέρη (αναφέρεται και ως εκατόβαθμος) β) «εκατονταδική μονάδα, εκατονταδικός βαθμός»… … Dictionary of Greek